-
1 εἰκός
εἰκός, ότος, τό (= ἐοικός, s. ἔοικα, ion. οἰκός), das Gleichende, bes. dem Wahren, also Wahrscheinliche; διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιεῖσϑαι Plat. Phaed. 92 b, u. öfter ähnl., vgl. Symp. 200 a σκόπει ἀντὶ τοῠ εἰκότος εἰ ἀνάγκη. – Das Natürliche, Schickliche; bes. κατὰ τὸ εἰκός, Thuc. 1, 121, öfter; ἐκ τοῠ εἰκότος, 4, 17; ἐκ τῶν εἰκότων, Plat. Legg. VI, 755 d; auch τῷ εἰκότι, 6, 19, wahrscheinlicher- oder natürlicherweise, wie es zu erwarten ist; das Gegentheil παρὰ τὸ εἰκός, 2, 62; τὰ εἰκότα καὶ δίκαια 5, 90. – Einen compar. εἰκότερον hat Antiph. II β 3 u. öfter.
См. также в других словарях:
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… … Dictionary of Greek